μυθιστόρημα
From LSJ
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
Greek Monolingual
το
1. λογοτεχνικό πεζογραφικό έργο με μεγάλη συνήθως έκταση στο οποίο γίνεται παρουσίαση ιστορικών ή φανταστικών γεγονότων και περιγράφονται χαρακτήρες, ήθη και συναισθηματικές καταστάσεις ποιητικώς διασκευασμένα, που κύριο σκοπό έχουν να τέρψουν και να διδάξουν τον αναγνώστη
2. μτφ. πλαστή ιστορία, μύθευμα, παραμύθι («έφτειαξε ολόκληρο μυθιστόρημα για να καλύψει τα σφάλματά του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύθος + ἱστόρημα (< ἱστορῶ). Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Π. Σούτσο].