ντορός

Greek Monolingual

και τορός, ο
1. τα ίχνη στο χώμα από πατημασιές ανθρώπων ή ζώων
2. φρ. α) «πάω με τον ντορό» — ακολουθώ τα ήθη και τα έθιμα που επικρατούν
β) «έχασα τον ντορό»
i) έχασα τον δρόμο μου
ii) έχασα τις συνήθειες μου
γ) «μπαίνω στον ντορό» — παίρνω τη σωστή κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με τορός «οξύς, διαπεραστικός» (< τετραίνω «τρυπώ»). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].