ντουλάπι

Greek Monolingual

και ντολάπι, το
ξύλινο ή και μεταλλικό έπιπλο στερεωμένο συνήθως σε τοίχο, μέσα στο οποίο τοποθετούνται τρόφιμα, οικιακά και άλλα σκεύη, ερμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dolap].