νυκτιπραξία: ἡ, πρᾶξις νυκτερινή, Σχόλ. Ἐνετ. εἰς Ὅμ. Ἰλ. Κ. 215.
νυκτιπραξία, ἡ (Α)νυχτερινή πράξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -πραξία (< -πρακτος < πράττω), πρβλ. ισοπραξία].
ἡ, das Handeln bei Nacht, Schol. Il. 10.215.