νυκτοπλοῶ και νυκτιπλοῶ, -έω (ΑΜ)1. ταξιδεύω με πλοίο τη νύχτα2. μτφ. είμαι ακριβής.[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -πλοῶ (< -πλόος < πλέω), πρβλ. ναυσι-πλοώ. Ο τ. νυκτιπλοῶ < νυκτι- τοῦ νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)].