νυμφοκομῶ, -έω (Α) νυμφοκόμος1. στολίζω νύφη, οδηγώ στο σπίτι νύφη2. ντύνομαι, στολίζομαι σαν νύφη3. καθιστώ κάποιον ώριμο για γάμο.