νυμφοκόμος
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
English (LSJ)
νυμφοκόμον, (κομέω) dressing a bride, ἡ ν. bridesmaid, Hsch.: generally, bridal, γάμος E. IA1087 (lyr.); θάλαμοι IG12(8).600 (Thasos); στολίδες Sammelb. 6178.3; πάλη Nonn. D. 48.183.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pare la jeune épouse.
Étymologie: νύμφη, κομέω.
German (Pape)
die Braut schmückend; Eur. I.A. 1087; sp.D., ἔρωτες, Nonn. D. 8.308.
Russian (Dvoretsky)
νυμφοκόμος: наряжающий невесту Eur.
Greek (Liddell-Scott)
νυμφοκόμος: -ον, (κομέω) ὁ ἐνδύων ἢ κοσμῶν νύμφην, «ἡ νυμφεύτρια ἡ κοσμοῦσα τὴν νύμφην» Ἡσύχ.· - καθόλου, νυμφικός, γάμος· Εὐρ. Ι. Λ. 1087· μάχη Νόνν. Δ. 48. 183.
Greek Monolingual
νυμφοκόμος, -ον (Α)
1. αυτός που στολίζει τη νύφη
2. νυφικός («νυμφοκόμοις θαλάμοις», επιγρ.)
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ νυμφοκόμος
η παράνυμφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω, περιποιούμαι»), πρβλ. νοσοκόμος.
Greek Monotonic
νυμφοκόμος: -ον (κομέω), αυτός που ντύνει ή στολίζει τη νύφη· γενικά, νυφικός, σε Ευρ.
Middle Liddell
νυμφο-κόμος, ον, κομέω
dressing a bride:—generally, bridal, Eur.