νυμφοκόμος

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφοκόμος Medium diacritics: νυμφοκόμος Low diacritics: νυμφοκόμος Capitals: ΝΥΜΦΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: nymphokómos Transliteration B: nymphokomos Transliteration C: nymfokomos Beta Code: numfoko/mos

English (LSJ)

νυμφοκόμον, (κομέω) dressing a bride, ἡ ν. bridesmaid, Hsch.: generally, bridal, γάμος E. IA1087 (lyr.); θάλαμοι IG12(8).600 (Thasos); στολίδες Sammelb. 6178.3; πάλη Nonn. D. 48.183.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pare la jeune épouse.
Étymologie: νύμφη, κομέω.

German (Pape)

die Braut schmückend; Eur. I.A. 1087; sp.D., ἔρωτες, Nonn. D. 8.308.

Russian (Dvoretsky)

νυμφοκόμος: наряжающий невесту Eur.

Greek (Liddell-Scott)

νυμφοκόμος: -ον, (κομέω) ὁ ἐνδύων ἢ κοσμῶν νύμφην, «ἡ νυμφεύτρια ἡ κοσμοῦσα τὴν νύμφην» Ἡσύχ.· - καθόλου, νυμφικός, γάμος· Εὐρ. Ι. Λ. 1087· μάχη Νόνν. Δ. 48. 183.

Greek Monolingual

νυμφοκόμος, -ον (Α)
1. αυτός που στολίζει τη νύφη
2. νυφικός («νυμφοκόμοις θαλάμοις», επιγρ.)
3. το θηλ. ως ουσ.νυμφοκόμος
η παράνυμφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω, περιποιούμαι»), πρβλ. νοσοκόμος.

Greek Monotonic

νυμφοκόμος: -ον (κομέω), αυτός που ντύνει ή στολίζει τη νύφη· γενικά, νυφικός, σε Ευρ.

Middle Liddell

νυμφο-κόμος, ον, κομέω
dressing a bride:—generally, bridal, Eur.