ξέβγα

Greek Monolingual

το
έξοδος («στα έμπα του μπήκε σαν αϊτός, στα ξέβγα του πετρίτης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της προστ. του ξεβγαίνω, κατά τα έβγα, έμπα (πρβλ. ξέβαν)].