ξέβαν

From LSJ

Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun

Menander, Monostichoi, 429

Greek Monolingual

ξέβαν, τὸ (Μ)
1. έξοδος
2. αναχώρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της προστ. του ρ. ξεβαίνω, κατά τα έβγα, έμπα].