ξέφραγος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. εκείνος από τον οποίο αφαιρέθηκε ο φράχτης, αυτός που δεν έχει περίφραξη, άφραχτος
2. φρ. «ξέφραγο αμπέλι» — τόπος ή κατάσταση όπου ο καθένας μπορεί να ασυδοτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεφράζω].