ξήλωμα

Greek Monolingual

το ξηλώνω
1. άνοιγμα τών ραφών ενδύματος, κόψιμο τών ραφών, ξέραμμα
2. αφαίρεση τών καρφιών που συνδέουν δύο αντικείμενα, ξεκάρφωμα
3. διάλυση αντικειμένου στα τμήματα από τα οποία απαρτίζεται
4. το σημείο όπου κάτι έχει ξηλωθεί
5. διάλυση μηχανής στα συστατικά της μέρη, ξεμοντάρισμα
6. μτφ. ματαίωση, παρεμπόδιση, χάλασμα («τελειώνουν τα ξηλώματα, το δυνατό απαλένει» Ερωτόκρ.).