ξαγρύπνια

Greek Monolingual

και ξαγρύπνια, η
στέρηση του ύπνου, αγρυπνία, αϋπνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξαγρυπνώ, κατά το σχήμα αγρυπνώ - αγρύπνια].