ξαναζωντανεύω

Greek Monolingual

1. επαναφέρω κάποιον ή κάτι στη ζωή
2. ξαναφέρνω στον νου, ξαναθυμάμαι
3. αποκτώ πάλι τη ζωτικότητά μου, γίνομαι πάλι ζωηρός.