Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ξεβιδώνω
Greek Monolingual
1.βγάζω ή λασκάρω τη βίδα, αποκοχλιώνω 2.εξαντλώ με επίπονη σωματική άσκηση 3.τρελαίνω («οι πολλές σκέψεις και οι στενοχώριες τον ξεβίδωσαν»). [ΕΤΥΜΟΛ.< στερ. ξ(ε)- +βιδώνω].