ξεθωριάζω

Greek Monolingual

ξέθωρος
1. αφαιρώ το χρώμα κάποιου αντικειμένου, ξεβάφω, ξασπρίζω («ο ήλιος ξεθώριασε την μπλούζα»)
2. χάνω το χρώμα μου, υφίσταμαι αλλοίωση του χρωματισμού μου («ξεθώριασε το φόρεμά μου από το συχνό πλύσιμο»).