Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξέθωρος

From LSJ

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει χάσει το χρώμα του, ξεθωριασμένος
2. (για χρώμα) αυτός που έχει χάσει την αρχική του ζωηρότητα, άτονος
3. μτφ. αχνός, δυσδιάκριτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + -θωρος (< θ. θωρ- του θωρώ), πρβλ. κοντό-θωρος].