ξενοκτόνος

English (LSJ)

ξενοκτόνον, slaying guests or strangers, E.IT53, Aeschin.3.224; ξ. ἵπποι Scymn.669, cf. Plu.Mar. 8.

German (Pape)

[Seite 277] Fremde od. Gastfreunde tödtend; τιμαί, τέχνη, Eur. I. T. 53. 776; Aesch. 3, 224; Luc. D. D. 16, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue des hôtes ou des étrangers.
Étymologie: ξένος, κτείνω.

Russian (Dvoretsky)

ξενοκτόνος: убивающий чужеземцев или гостей Eur., Aeschin., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων τοὺς παρ’ αὐτῷ ξενιζομένους ἢ ξένους, Εὐρ. Ι. Τ. 53, 776, Αἰσχίν. 85, Πλουτ. Μάρ. 8.

Greek Monolingual

ξενοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους του ή τους ξένους που φτάνουν στη χώρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μνηστηροκτόνος.

Greek Monotonic

ξενοκτόνος: ον (κτείνω), αυτός που φονεύει φιλοξενούμενους ή ξένους, σε Ευρ., Αισχίν.

Middle Liddell

ξενο-κτόνος, ον, κτείνω
slaying guests or strangers, Eur., Aeschin.

English (Woodhouse)

killing strangers