ξενοπρόσωπος

English (LSJ)

ξενοπρόσωπον, only in Adv. ξενοπροσώπως, with reference to a person other than oneself, Sch.Aristid. p.430 D.

German (Pape)

[Seite 277] mit fremdem, ausländischem Gesichte, Sp.

Greek Monolingual

ξενοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει παράξενα χαρακτηριστικά.
επίρρ...
ξενοπροσώπως (Α)
με ξένο πρόσωπο, διά μέσου κάποιου άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. χαλκοπρόσωπος.