ξενόεις

English (LSJ)

ξενόεσσα, ξενόεν, full of strangers, E.IT1281 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 277] εσσα, εν, voll von Fremden od. Gastfreunden, θρόνος, Eur. I. T. 1281.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
rempli d'étrangers ou d'hôtes.
Étymologie: ξένος.

Russian (Dvoretsky)

ξενόεις: όεσσα, όεν привлекающий множество пришельцев, окруженный толпой гостей (θρόνος, sc. Λοξίου Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ξενόεις: εσσα, εν, ὁ πλήρης ξένων, Εὐρ. Ι. Τ. 1282.

Greek Monolingual

ξενόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κατάλ. -όεις (πρβλ. θυμόεις, μυρόεις)].

Greek Monotonic

ξενόεις: -εσσα, -εν (ξένος), γεμάτος από ξένους, σε Ευρ.

Middle Liddell

ξενόεις, εσσα, εν ξένος
full of strangers, Eur.