ξεπέρασμα

Greek Monolingual

το
1. το να γίνεται κάτι πέρα από τα επιτρεπόμενα ή καθορισμένα όρια, η υπέρβαση
2. υπερνίκηση, εξουδετέρωση
3. η αντοχή και η υπερπήδηση μιας κατάστασης, συνήθως δυσάρεστης.