υπερπήδηση
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
Greek Monolingual
η / ὑπερπήδησις, -ήσεως, ΝΜΑ ὑπερπηδῶ
η ενέργεια του υπερπηδώ, πήδημα πάνω από κάτι
νεοελλ.
1. (ιδίως στη γυμναστική) πήδημα πάνω από ένα γυμναστικό όργανο με στήριξη μόνο τών χεριών σε αυτό ή και χωρίς καμιά στήριξη
2. μτφ. εξουδετέρωση, υπερνίκηση («η υπερπήδηση τών οικονομικών δυσχερειών»).