υπερπήδηση

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

Greek Monolingual

η / ὑπερπήδησις, -ήσεως, ΝΜΑ ὑπερπηδῶ
η ενέργεια του υπερπηδώ, πήδημα πάνω από κάτι
νεοελλ.
1. (ιδίως στη γυμναστική) πήδημα πάνω από ένα γυμναστικό όργανο με στήριξη μόνο τών χεριών σε αυτό ή και χωρίς καμιά στήριξη
2. μτφ. εξουδετέρωση, υπερνίκηση («η υπερπήδηση τών οικονομικών δυσχερειών»).