ξεπατηκώνω

Greek Monolingual

τοποθετώ πάνω σε σχέδιο διαφανές φύλλο χαρτιού και το αντιγράφω με ιχνογράφηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + πατηκώνω].