ξεσκέπαστος

Greek Monolingual

-η, -ο
ξεσκεπάζω
1. αυτός που δεν έχει σκέπασμα, κάλυμμα, ξέσκεπος, ακάλυπτος
2. μτφ. αυτός που δεν κρύβει τίποτε, ειλικρινής.