ξέσκεπος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο
1. ξεσκέπαστος
2. μτφ. απροκάλυπτος, ειλικρινής, ντόμπρος
3. παροιμ. «γεννήθηκα σε σπίτι ξέσκεπο» — τά λέω όλα καθαρά και ξάστερα, είμαι ντόμπρος.
επίρρ...
ξέσκεπα
απροκάλυπτα, φανερά, ειλικρινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεσκεπάζω].