ξεφουσκώνω

Greek Monolingual

1. αφαιρώ τον αέρα από φουσκωμένο αντικείμενο ή ελαττώνω τον όγκο ενός αντικειμένου βγάζοντας τον αέρα που περιέχεται σε αυτό («ξεφουσκώνω το μπαλόνι»)
2. παύω να είμαι φουσκωμένος, ελαττώνομαι κατ' όγκο χάνοντας τον αέρα που περιέχω («το λάστιχο του αυτοκινήτου ξεφούσκωσε»)
3. (για πρόσ.) α) ανακουφίζομαι από φούσκωμα του στομάχου, ξαλαφρώνω
β) εκτονώνομαι από την οργή ή από τον θυμό που με κατέχει, ξεθυμαίνω
γ) χάνω την έπαρσή μου.