ξεχώρισμα

Greek Monolingual

το ξεχωρίζω
1. τοποθέτηση σε χωριστή, διαφορετική θέση
2. ιδιαίτερη προτίμηση, διάκριση
3. το να φαίνεται, να διακρίνεται κάτι καθαρά
4. υπεροχή έναντι άλλων.