ξηράνθεμο

Greek Monolingual

το
βοτ. γένος ποωδών φυτών με λευκά ή πορφυροϊώδη άνθη, της οικογένειας τών συνθέτων, μερικά είδη του οποίου περιλαμβάνονται στην ελληνική χλωρίδα με την κοινή ονομασία αμάραντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια πρβλ. αγγλ. xeranthemum < ξηρός + ἄνθεμον (< ἄνθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].