χλωρίδα
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
Greek Monolingual
η / χλωρίς, -ίδος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. χλωρίς Ν
1. (στον λόγιο τ.) ζωολ. είδος ωδικού πτηνού, ο φλώρος
2. ως κύριο όν. η Χλωρίς
μυθ. χθόνια, αρχικά, θεότητα και στη συνέχεια θεά της βλάστησης, που ταυτίζεται με τη λατινική θεότητα Φλώρα
νεοελλ.
1. βοτ. α) το σύνολο τών αυτοφυών ή ημιαυτοφυών φυτικών ειδών μιας δεδομένης περιοχής ή ενός δεδομένου βιοχώρου
β) γένος ποωδών φυτών της οικογένειας αγρωστίδες
2. φρ. «μικροβιακή χλωρίδα»
φυσιολ. το σύνολο τών μικροοργανισμών που ζουν υπό φυσιολογικές συνθήκες επάνω στους ιστούς, όπως είναι το δέρμα και οι βλεννογόνοι, ή μέσα στις φυσικές κοιλότητες του οργανισμού, όπως είναι το στόμα, το έντερο και ο κόλπος
μσν.-αρχ.
είδος σταφυλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρός + κατάλ. -ίς / -ίδα (πρβλ. πινακ-ίς/-ίδα). Η λ. στην Αρχαία χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει ένα είδος πτηνού (για άλλες ονομ. πτηνών, προερχόμενες από το επίθ. χλωρός, πρβλ. χλωρεύς, χλωρηΐς, χλωρίων), σημ. που διατηρήθηκε και στη Νέα Ελληνική, αλλά και ένα είδος σταφυλιού (πρβλ. και τον αντιδάνειο όρο chloris ως ονομ. φυτού). Η λ. χλωρίδα αποτελεί στη Νέα Ελληνική γενικότερο επιστημονικό όρο και με άλλες σημ., ενώ σημαντική είναι η χρήση του τ. αυτού για να δηλωθεί το σύνολο τών φυτικών ειδών που απαντούν σε μια περιοχή και με τη σημ. αυτή αποτελεί απόδοση του νεολατ. flora, γαλλ. flore < λατ. flos, floris «λουλούδι»].