ξηροβατικός

English (LSJ)

ξηροβατική, ξηροβατικόν, walking on dry ground, of land-animals, opp. ἔνυδρος, Pl.Plt. 264d; of birds, Arist.HA559a20.

German (Pape)

[Seite 279] ή, όν, auf dem Trocknen gehend, Gegensatz ἔνυδρος, Plat. Polit. 264 d. S. das Folgde.

Russian (Dvoretsky)

ξηροβᾰτικός: ходящий по сухой почве (ὄρνιθες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ξηροβᾰτικός: -ή, -όν, ὁ περιπατῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἐπὶ τῶν χερσαίων ζῴων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνυδρος, Πλάτ. Πολιτ. 264D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ξηροβατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηροβατικά
ζωολ. παλαιότερη ονομασία τών ωδικών πτηνών
αρχ.
(για χερσαία ζώα) αυτός που έχει την ιδιότητα να βαδίζει στην ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -βατικός (< -βάτης < βαίνω), πρβλ. υγρο-βατικός. Η λ. στη Νέα Ελληνική ως επιστημονικός όρος μαρτυρείται από το 1861 στον Ηρ. Μητσόπουλο].