ξυλοπόδαρος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που έχει ξύλινα πόδια
2. (σκωπτικά) άνθρωπος με λεπτά και μακριά πόδια
3. το ουδ. ως ουσ. το ξυλοπόδαρο
α) ξύλινο πόδι που αντικαθιστά το ακρωτηριασμένο
β) το καλόβαθρο
γ) το καλαπόδι.
Translations
stiltwalker
Dutch: steltloper, steltenloper; English: stilt walker, stiltwalker, stilt-walker; Finnish: puujaloilla kävelijä; French: échassier; German: Stelzengänger, Stelzengängerin; Greek: ξυλοπόδαρος; Ancient Greek: καδαλίων, κωλοβαθριστής; Italian: trampoliere; Latin: grallator; Polish: szczudlarz, szczudlarka; Russian: ходулист, ходулистка; Swedish: styltgångare; Yoruba: alágèéré