ξυλόπνευμα

Greek Monolingual

το
άλλη ονομασία της μεθυλικής αλκοόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + πνεύμα «αλκοόλη». Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξαυέριο Λάνδερερ].