οίσος
Greek Monolingual
οἶσος και οἰσὸς, ὁ (Α)
είδος ιτιάς ή λυγαριάς, τα κλαδιά της οποίας χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή πλεγμάτων, σχοινιών κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. οἶσος, οἰσύα εμφανίζουν την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας wei- «στρέφω, κάμπτω», με κατάλ. tu / -tw πρβλ. ίτυς, ιτέα) και συνδέονται με αρχ. σλαβ. větvĭ «κλαδί». Ο τ. οἶσος έχει προέλθει < FοιτFος με τροπή του συμπλέγματος τF>σ, ενώ ο παρλλ. τ. οἰσύα ανάγεται σε τ. Fοι-τυ-α, όπου η τροπή του τυ > συ οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση του τ. οἶσος. Οι λ. οἶσος / οἰσύα αναφέρονται σε διαφορετικά είδη φυτών και συνδέονται με τα ἴτυς / ἰτέα.