οδοιπλανής
Greek Monolingual
ὁδοιπλανής, -ές (Μ)
(ποιητ. τ.) αυτός που περιπλανάται εδώ και εκεί, ο περιφερόμενος στους δρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική του ουσ. ὁδός + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. νυκτι-πλανής. Η χρησιμοποίηση της τοπικής πτώσης αντί της ονομαστικής στο α' συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].