-ον (ΑΜ οἰκτίρμων, -ον)ελεήμων, φιλεύσπλαγχνος («ὁ κύριος ὁ Θεὸς οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων», ΠΔ). επίρρ...οικτιρμόνως (Μ οἰκτιρμόνως)με οικτίρμονα τρόπο, ευσπλαγχνικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτίρω + επίθημα -μων (πρβλ. ιχνεύμων)].