οκνώ

Greek Monolingual

(Α ὀκνῶ, -έω και επικ. τ. ὀκνείω)
διστάζω, αποφεύγω ή δεν έχω την τόλμη να κάνω κάτι
νεοελλ.
1. αμελώ να κάνω κάτι
2. οκνεύω, είμαι οκνηρός, τεμπέλης
αρχ.
1. είμαι αναποφάσιστος
2. (για στρατιώτη) είμαι δειλός
3. φοβάμαι κάποιον ή κάτι («πῶς τὸ μητρὸς λέκτρον οὐκ ὀκνεῖν με δεῖ;», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκνος (Ι) «δισταγμός». Ο τ. ὀκνείω, με έκταση για μετρικούς λόγους].