οκτάτροπος

Greek Monolingual

ὀκτάτροπος, ἡ (Α)
οι πρώτοι οκτώ τρόποι του διηρημένου σε δώδεκα τμήματα κύκλου, γύρω από τον οποίο υπήρχε η αντίληψη ότι στρέφονταν ο ζωδιακός κύκλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οχτώ) + τρόπος (πρβλ. δωδεκάτροπος)].