οκταμελής

Greek Monolingual

-ές
αυτός που αποτελείται από οκτώ μέληοκταμελής επιτροπή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -μελής (< μέλος), πρβλ. πενταμελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].