πενταμελής

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που αποτελείται από πέντε μέλη («α. πενταμελής οικογένεια» β. «πενταμελής αντιπροσωπεία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -μελής (< μέλος), πρβλ. τριμελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].