οκωχή

Greek Monolingual

ὀκωχή, ἡ (Α)
(αντί ὄχή) στήριγμα, υποστήριξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από ὀχή με αναδιπλασιασμό (πρβλ. οδωδή, οπωπή)].