-η, -ο (ΑΜ ὁλάργυρος, -ον, Α και ὁλοάργυρος, -ον)αυτός που είναι ολόκληρος κατασκευασμένος από άργυρο, ασημένιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + ἄργυρος].