ολιγηπελής

Greek Monolingual

ὀλιγηπελής, -ές (Α)
αδύναμος, ανίσχυρος, ασθενικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α' συνθετικό το επίθ. ὀλίγος και β' συνθετικό ένα αμάρτυρο ουδ. ουσ. ἄπελος. Το -η- του τ. ὀλιγηπελέων οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Ο τ. ἄπελος θα μπορούσε να αναχθεί σε IE apelo- «δύναμη» και να συνδεθεί με αρχ. νορβ. afl, αγγλοσαξ. afol «δύναμη», καθώς και με τα ανθρωπωνύμια Τευτί-απλος, Μag-aplinus, Αplo, πιθ. ιλλυρικής προέλευσης. Η σύνδεση τών λ. αυτών με λατ. ops «δύναμη, opus «έργο» δεν θεωρείται πιθανή, διότι θα προϋπέθετε τη δυσερμήνευτη εναλλαγή τών φωνηέντων -α-και -ο. Τέλος, η σύνδεση του ον. του θεού Ἀπόλλωνος με τις λ. αυτές δεν φαίνεται πολύ πιθανή (βλ. και λ. νηπελέω)].