ολονυχτία

Greek Monolingual

και ολονυκτία, η
1. αγρύπνια καθ' όλη τη νύχτα, διανυκτέρευση
2. εκκλησιαστική ακολουθία κατά την παραμονή τών μεγάλων εορτών, που διαρκεί όλη τη νύχτα
3. εκκλ. αγρυπνία που διαρκεί ολόκληρη τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του αρχ. επιθ. ὁλονύκτιος.