ολόξερος

Greek Monolingual

και ολόξηρος, -η, -ο (ΑΜ ὁλόξηρος, -ον)
εντελώς ξερός, κατάξερος
νεοελλ.
(για τόπο) αυτός που δεν έχει καθόλου υγρασία ή πράσινο.