ολόφλογος

Greek Monolingual

ὁλόφλογος, -ον (Μ)
γεμάτος φλόγες, ολοφλόγιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -φλογος (< φλόξ, φλογός), πρβλ. πολύφλογος].