ομοδίαιτος

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμοδίαιτος, -ον)
αυτός που ζει ή τρώει μαζί με άλλους
νεοελλ.
αυτός που έχει την ίδια διατροφή με άλλους
μσν.-αρχ.
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που συμπεριφέρεται φιλικά
αρχ.
φρ. «ὁμοδίαιτος τοῖς πολλοῖς» — κοινός σε πολλούς (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αβροδίαιτος].