αβροδίαιτος

From LSJ

τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἁβροδίαιτος, -ον)
1. μαλθακός, τρυφηλός
2. ασκληραγώγητος, αγύμναστος, λεπτεπίλεπτος
3. το ουδ. ως ουσ. το ἁβροδίαιτον
η εκθήλυνση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁβρὸς + δίαιτα.