ονειδισμός
Greek Monolingual
(ΑΜ ὀνειδισμός) ονειδίζω
1. ύβρις, προσβολή
2. μομφή
3. χλευασμός, ταπείνωση
4. επίπληξη
αρχ.
συκοφαντία, διαβολή.
(ΑΜ ὀνειδισμός) ονειδίζω
1. ύβρις, προσβολή
2. μομφή
3. χλευασμός, ταπείνωση
4. επίπληξη
αρχ.
συκοφαντία, διαβολή.