ὀνυχίτης, ό, θηλ. ὀνυχῖτις (Α)είδος ημιπολύτιμου λίθου που μοιάζει με τον όνυχα («ὀνυχίτης λίθος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, -υχος (ΙΙ) + επίθημα -ίτης (πρβλ. ξυλίτης)].