Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οξυγώνιος
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ὀξυγώνιος, -ον) αυτός που έχει οξείαγωνία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ.το οξυγώνιο μαθημ.τρίγωνο με όλες τις γωνίες του οξείες αρχ. το ουδ. ως ουσ.σώμα με οξείες γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ.<οξυ- +γωνία (πρβλ. αμβλυγώνιος].