η (ΑΜ ὀπτασία) οπτάζομαι1. όραμα, θέα, θέαμα2. μορφή που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του ύπνου κάποιου ή στη φαντασία του ή σε κατάσταση έκστασηςαρχ.1. εμφάνιση, παρουσία2. (κατά τον Ησύχ.) «θεωρία, φαντασία».